- συχωροχάρτι
- το1. έγγραφη άφεση αμαρτιών: Στο μεσαίωνα οι καθολικοί ιερείς πουλούσαν συχωροχάρτια στους πιστούς.2. σημείωμα με τα ονόματα των νεκρών μιας οικογένειας που δίνεται στον παπά τα ψυχοσάββατα για να το διαβάσει στην εκκλησία.3. το να προαχθεί ένας κακός μαθητής χάρη στην επιείκεια των καθηγητών: Του έδωσαν συχωροχάρτι κι έτσι πήγε στην άλλη τάξη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.